Ας πούμε την αλήθεια για το χρέος
Του Δημήτρη Γκιόκα*
Φανταστείτε έναν μικρομεσαίο επιχειρηματία που η επιχείρησή του δεν πάει καλά και έχει ένα μεγάλο χρέος το οποίο πρέπει να αποπληρωθεί σταδιακά εντός των επόμενων πέντε ετών. Τα ποσά των τόκων που καταβάλλει κάθε χρόνο είναι εξίσου μεγάλα, λόγω του υψηλού επιτοκίου με το οποίο δανείζεται.
Οι δανειστές, για να τον διευκολύνουν, του προτείνουν οι δόσεις να πάνε 30 χρόνια πίσω και το επιτόκιο να πέσει κατακόρυφα στο 1%, με περίοδο χάριτος πληρωμής τόκων για ένα μεγάλο μέρος του δανείου.
Σίγουρα ο άνθρωπος μας θα πέταγε από τη χαρά του σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η μόνη του πρόκληση θα ήταν πώς θα μπορέσει να στήσει σωστά το μαγαζί του, ώστε να αυξήσει τον τζίρο και να επιτύχει κερδοφορία. Διότι, σε διαφορετική περίπτωση, η διευκόλυνση των δανειστών θα ήταν άνευ αξίας και ο ίδιος θα έπρεπε αργότερα να ζητήσει εκ νέου βοήθεια.
Αυτή ακριβώς είναι και η περίπτωση της Ελλάδας. Από το 2010 μέχρι σήμερα έχει αντικαταστήσει €200 δισ. δάνεια από ιδιώτες, ολιγοετούς διάρκειας και επιτοκίου 5%, με δάνεια από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης μέσης διάρκειας 27 ετών και μόλις 1% επιτόκιο.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι η αναδιάρθρωση του δανεισμού που έχει συντελεστεί τα τελευταία 6 χρόνια έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να καταστεί το χρέος βιώσιμο. Δίνει δηλαδή ανάσα στη χώρα για τα επόμενα έτη και εξοικονομεί πόρους λόγω των χαμηλών επιτοκίων (€12 δισ. πλήρωνε το 2009, €5,7 δισ. σήμερα).
Το πρόβλημα όμως είναι ότι το εισόδημα της χώρας (ΑΕΠ) έχει συρρικνωθεί από €242 δισ. το 2009 σε €175 δισ. σήμερα (-27%). Συνεπώς, ενώ το χρέος της έχει αυξηθεί σε αυτά τα χρόνια κατά μόλις €25 δισ., (από 300 σε 325), η σχέση χρέος προς ΑΕΠ έχει μεγαλώσει λόγω της πτώσης του ΑΕΠ.
Η χώρα λοιπόν πρέπει πρωτίστως να επανέλθει σε σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αν π.χ. επιτυγχάνει ανάπτυξη 3% τα επόμενα χρόνια, το χρέος θα γίνει βιώσιμο.
Το σενάριο ρύθμισης που συζητάει πλέον ο κ. Τσίπρας με τους εταίρους είναι η επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής των ευρωπαϊκών δανείων κατά επιπλέον 5 - 10 χρόνια. Κάτι το οποίο είναι σαφέστατα θετικό, αλλά δε θα έχει καμία επίδραση στην Οικονομία αυτήν τη στιγμή. Θα συνδράμει βέβαια στη βελτίωση της ψυχολογίας των επενδυτών, που είναι ένας σημαντικός παράγοντας. Γα να καρπωθεί όμως μετρήσιμα οφέλη, θα πρέπει να συνδυαστεί με ένα γενικότερο μήνυμα προς την αγορά ότι η Ελλάδα αλλάζει, εκσυγχρονίζεται και ξεριζώνει τις παθογένειες που την έφεραν ως εδώ. Κάτι που φυσικά απέχει πολύ από τη μέχρι στιγμής ζοφερή πραγματικότητα.
Εκείνο που μπορεί να καρπωθεί άμεσα η Ελλάδα από τη διαπραγμάτευση είναι η εξοικονόμηση χρημάτων μέσω των χαμηλότερων τόκων. Το επιτόκιο με το οποίο δανείζεται σήμερα είναι μεν χαμηλό, αλλά κυμαινόμενο. Με τη διαφαινόμενη αύξηση των επιτοκίων στο άμεσο μέλλον η χώρα θα επιβαρυνθεί με επιπλέον τόκους (€2 δισ. για κάθε 1% αύξηση του Euribor). Θα πρέπει λοιπόν να ζητήσει το κυμαινόμενο επιτόκιο να μετατραπεί σε σταθερό και να κλειδώσει στα σημερινά χαμηλά επίπεδα.
Επίσης, θα πρέπει να επιδιώξει παράταση της περιόδου χάριτος πληρωμής τόκων για τα δάνεια του 2ου μνημονίου, που λήγει το 2023. Αν είναι εφικτό, να αιτηθεί την επέκταση της και στους τόκους των υπόλοιπων ευρωπαϊκών δανείων. Τα χρήματα που θα εξοικονομήσει μπορεί να τα διαθέσει για επενδύσεις και κοινωνικό κράτος.
Εμείς κρατάμε στα χέρια μας τη λύση του προβλήματος. Αν καταφέρουμε να μετατραπούμε σε μια κανονική χώρα και η οικονομία ανακάμψει, τότε όχι μόνο το χρέος μας θα είναι διαχειρίσιμο, αλλά και θα απαιτήσουμε μεγαλύτερες και γενναιότερες διευκολύνσεις από τους πιστωτές. Το πιο σημαντικό, θα μπορέσουμε να απεμπλακούμε από μνημόνια και επιτηρήσεις.
* Ο κ. Δημήτρης Γκιόκας είναι οικονομολόγος.
liberal.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου