ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΕΒΡΑΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ. «OI ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ, ΣΕ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ AΝΑΣΚΑΦΕΣ, ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΙΓΑΙΑΚΗ – ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ»
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ ΟΜΟΛΟΓΟΥΝ: «OI ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ, ΣΕ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ AΝΑΣΚΑΦΕΣ, ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΙΓΑΙΑΚΗ – ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ».
Εβραίοι, εθελοντές και αρχαιολόγοι, εργάζονται στις ανασκαφές στο Τελ ελ- Σάφι, στο νότιο Ισραήλ.
Στα ερείπια μιας αρχαίας μητρόπολης στο νότιο Ισραήλ, οι αρχαιολόγοι συνθέτουν την ιστορία ενός λαού που θυμόμαστε κυρίως ως τους «ΚΑΚΟΥΣ» της εβραϊκής Βίβλου.
Η πόλη της Γαθ, όπου οι ετήσιες ανασκαφές ξεκίνησαν αυτή την εβδομάδα, βοηθά τους μελετητές να δώσουν ένα πιο διαφοροποιημένο πορτρέτο των Φιλισταίων, οι οποίοι εμφανίζονται στην βιβλική ιστορία ως οι ΑΙΩΝΙΟΙ εχθροί των Ισραηλιτών.
Περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια πριν, η Γαθ ήταν στα σύνορα μεταξύ των Φιλισταίων, οι οποίοι κατέλαβαν τη Μεσογειακή παράκτια πεδιάδα και των Ισραηλιτών, που έλεγχαν τους λόφους της ενδοχώρας . Ο πιο διάσημος κάτοικος της πόλης, σύμφωνα με το βιβλίο του Σαμουήλ, ήταν ο Γολιάθ – ο γίγαντας πολεμιστής που έπεσε απρόσμενα από το νεαρό βοσκό Δαβίδ και σφεντόνα του.
(Σημείωση: ΓΟΛΙΑΘ, εβραϊκός τύπος του ελληνικού ονόματος ΚΑΛΕΑΔΗΣ).
Στη Γαθ, εγκαταστάθηκαν σε μια περιοχή που κατοικείτο από τους προϊστορικούς χρόνους. Ανασκαφές όπως αυτή έχουν δείξει ότι αν και υιοθέτησαν απόψεις της τοπικής κουλτούρας, δεν ξέχασαν τις ρίζες τους. Ακόμα και ΠΕΝΤΕ ΑΙΩΝΕΣ μετά την άφιξή τους για παράδειγμα, ΛΑΤΡΕΥΑΝ ΑΚΟΜΑ ΘΕΟΥΣ ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ.
Οι Φιλισταίοι » είναι οι απόλυτο άλλοι» στη βιβλική ιστορία , είπε ο Aren Maeir του Πανεπιστημίου Bar-Ilan, ο υπεύθυνος αρχαιολόγος για την ανασκαφή.
Η τελευταία ανασκαφική περίοδος του καλοκαιριού ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα, με 100 ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΥΣ από τον Καναδά, τη Νότια Κορέα, τις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, (ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΕΛΛΗΝΕΣ) προσθέτοντας νέα ευρήματα στον πλούτο των ευρημάτων που βρέθηκαν στον χώρο από το έργο του Maier που ξεκίνησε το 1996.
Σε μια τετράγωνη τρύπα, αρκετές κανάτες των Φιλισταίων , σχεδόν 3.000 ετών, ήταν ήδη ορατές όπως έβγαιναν από το έδαφος. Ένα ζωγραφισμένο θραύσμα που μόλις ανακάλυψαν είχε σαν πλαίσιο κόκκινο της σκουριάς και μια μαύρη σπείρα: μια κοινή διακόσμηση στην αρχαία ελληνική τέχνη (ΜΑΙΑΝΔΡΟΣ – ΓΑΜΜΑΔΙΟΝ) και μια υπόδειξη για να προέλευση των Φιλισταίων από το Αιγαίο.
Οι Φιλισταίοι έφθασαν δια θαλάσσης ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ γύρω στο 1200 π.Χ. Πήγαν να εγκατασταθούν στα μεγάλα λιμάνια στην Ashkelon, (αρχαία ελληνική πόλη = ΑΣΚΑΛΩΝ ή ΑΣΚΕΛΩΝ = χωρίς σκέλη) και Ashdod, (αρχαία ελληνική πόλη = ΑΖΩΤΟΣ = χωρίς ζωή) τώρα πόλεις στο Ισραήλ, και στη Γάζα, τώρα μέρος του παλαιστινιακού εδάφους, γνωστής ως η Λωρίδα της Γάζας (και η ΑΚΚΑΡΩΝ και η ΓΑΘ (=ΓΥΘ, ΓΥΘΕΙΟΝ;) (ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΝΤΑΠΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ = ΓΗΣ ΧΑΝΑΑΝ κατά τους εβραίους, ΧΝΑ κατά τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς).
Ο εβραίος Νεεμίας (το 500 π.Χ. περίπου) επέκρινε αυστηρά τους Ιουδαίους που είχαν πάρει Αζώτιες συζύγους, και μάλιστα οι γιοι τους οποίους είχαν αποκτήσει «μιλούσαν την αζωτική γλώσσα, και κανείς τους δεν ήξερε να μιλάει ιουδαϊκά». (Νεεμίας 13:23, 24)
Οι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει ότι η διατροφή των Φιλισταίων βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε φακές, μπιζέλια, χορταρικά, βασική διατροφή του Αιγαίου. Αρχαία οστά που ήταν πεταμένα στο χώρο δείχνουν ότι έτρωγαν τους χοίρους και τα σκυλιά, σε αντίθεση με τα γείτονες Ισραηλίτες, οι οποίοι θεωρούν τα ζώα αυτά ακάθαρτα – περιορισμοί που εξακολουθούν να υπάρχουν στο εβραϊκό διατροφικό νόμο.
Οι ανασκαφές στη Γαθ έχουν αποκαλύψει επίσης ίχνη μιας καταστροφής της πόλης κατά τον 9ο αιώνα π.Χ., όπως και μια τάφρο και ένα ανάχωμα που χτίστηκε γύρω από την πόλη από πολιορκητικό στρατό – ακόμα ορατά ως μια σκοτεινή γραμμή που διασχίζει το γύρω λόφους.
Η ισοπέδωση της Γαθ εκείνη την εποχή φαίνεται να είναι το έργο του Aραμαίου βασιλιά Hazael στο 830 π.Χ., ένα περιστατικό που αναφέρεται στο βιβλίο των Βασιλέων.
Η σημασία της Γαθ έγκειται στο ότι η «ΥΠΕΡΟΧΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ» (σημείωση; Την ΥΠΕΡΟΧΗ ανασύνθεση την κάνουν εβραίοι αρχαιολόγοι, πουθενά έλληνες – οι έλληνες ασχολούνται με την ανασύνθεση οθωμανικών τζαμιών) ρίχνει φως στο πώς οι Φιλισταίοι ζούσαν εκεί τον 10 ο και 9ο αιώνα π.Χ. , είπε ο Seymour Gitin, διευθυντής του WF Ινστιτούτου Αρχαιολογικών Ερευνών Ολμπράιτ στην Ιερουσαλήμ και ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ.
Αυτό περιλαμβάνει την εποχή της βασιλείας της Ιερουσαλήμ από τον Δαβίδ και τον Σολομώντα, ΑΝ ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΥΠΗΡΧΕ, όπως περιγράφεται στη Βίβλο.
(Σημείωση: όλοι οι εβραίοι αρχαιολόγοι αμφιβάλλουν αν υπήρξε βασίλειο της Ιερουσαλήμ με Δαυίδ και Σολομώντα – δεν υπάρχουν πουθενά ευρήματα ΥΛΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ για κάτι τέτοιο, σε αντίθεση με τις ελληνικές – φιλισταϊκές πόλεις της Παλαιστίνης).
Άλλες τοποθεσίες των Φιλισταίων παρείχαν σημαντικές πληροφορίες στους αρχαιολόγους σχετικά με προηγούμενες και μεταγενέστερες χρονικές περιόδους , αλλά όχι πολλές γι’αυτή την περίοδο-κλειδί.
Η «Γαθ καλύπτει ένα πολύ σημαντικό κενό στην κατανόηση της ιστορίας των Φιλισταίων ,» είπε ο Gitin.
Το 604 π.Χ, ο Ναβουχοδονόσορ της Βαβυλώνας εισβάλλει και καταστρέφει εντελώς τις πόλεις των Φιλισταίων . Δεν υπάρχει κανένα απομεινάρι από αυτές έκτοτε .
Σταυροφόροι που φθάνουν από την Ευρώπη το 1099 έχτισαν ένα φρούριο πάνω στα ερείπια της Γαθ, και αργότερα η περιοχή φιλοξένησε ένα αραβικό χωριό, το Tel el-Σάφι, το οποίο εκκενώθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου γύρω από τη δημιουργία του Ισραήλ το 1948. Η Γαθ σήμερα είναι εθνικό ΕΒΡΑΪΚΟ (!) πάρκο.
Μια ισραηλινή πόλη που ιδρύθηκε το 1955 αρκετά μίλια προς το νότο, η Kiryat Gat, πήρε το όνομά Γαθ βασιζόμενη σε μια εσφαλμένη ταυτοποίηση διαφορετικών ερειπίων από την πραγματική πόλη των Φιλισταίων .
Η μνήμη των Φιλισταίων – μια ΜΟΝΟΠΛΕΥΡΗ (= πάντα κατά τους εβραίους αρχαιολόγους) εκδοχή της – διασώθηκε στην εβραϊκή Βίβλο.
Είναι γνωστή η ιστορία του Σαμψών, ο οποίος παντρεύτηκε μια Φιλισταία , συγκρούστηκε μαζί τους κατ “επανάληψη μέχρι που σύρθηκε μετά από προδοσία τυφλός και δέσμιος στο ναό τους στη Γάζα. Εκεί, όπως λέει η ιστορία , έσπασε τα δεσμά του και γκρέμισε τους δύο πυλώνες στήριξης, φέρνοντας το ναό κάτω και σκοτώνοντας μέσα σε αυτό όλους, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου.
Ενα ενδιαφέρον εύρημα στην Γαθ είναι τα ερείπια ενός μεγάλου οικοδομήματος , πιθανόν κάποιου ναού, με δύο πυλώνες. Ο Maeir πρότεινε ότι αυτό μπορεί να ήταν ένα γνωστό σχεδιαστικό στοιχείο στην αρχιτεκτονική του ναού των Φιλισταίων όταν γράφτηκε στην ιστορία του Σαμψών.
Ανασκαφείς στη Γαθ έχουν επίσης βρει θραύσματα ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΑ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟΥ ΓΟΛΙΑΘ – ένα Ινδο-ευρωπαϊκό όνομα, όχι σημιτικό ,από τα είδη που θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί από τις τοπικούς Χαναναίους ή Ισραηλίτες. Αυτά τα ευρήματα δείχνουν οι Φιλισταίοι πράγματι χρησιμοποιούσαν παρόμοια ονόματα , μια λεπτομέρεια από την οποία επίσης μπορεί να εξαχθεί μια ακριβής εικόνα της κοινωνίας τους.
Όπως είπε ο Maier ,τα ευρήματα στην περιοχή υποστηρίζουν την ιδέα ότι η ιστορία του Γολιάθ αντικατοπτρίζει πιστά κάτι από την γεωπολιτική πραγματικότητα της περιόδου ,δηλ. τη συχνά βίαιη αλληλεπίδραση των ισχυρών Φιλισταίων της Γαθ με τους βασιλείς της Ιερουσαλήμ στην παραμεθόρια ζώνη μεταξύ τους.
«Αυτό δεν σημαίνει ότι θα βρούμε μια μέρα ένα κρανίο με τρύπα στο κεφάλι του από την πέτρα που ο Δαυίδ εκσφενδόνισε ,αλλά το γεγονός αυτό αντανακλά ένα πολιτιστικό περιβάλλον που ήταν πραγματικό εκείνη την εποχή.»
Οι Φιλισταίοι και η γραφή τους
2/3/2013
Οι Φιλισταίοι μάς ήταν ανέκαθεν γνωστοί από τη Βίβλο:
Στη Γένεση (21.32-34, 26.1-8) αναφέρεται ότι στην περιοχή Γέραρα της γης Χαναάν ο Φιλισταίος Αβιμέλεχ και ο αρχιστράτηγος Φιχόλ έκαναν συμφωνία με τον Αβραάμ (19ος αιώνας π.Χ.) ώστε να παραμείνει ο Αβραάμ στη χώρα των Φιλισταίων, για πολύ καιρό.
Στο Δευτερονόμιο (2,23) αναφέρεται ότι οι Φιλισταίοι είχαν εγκατασταθεί στη νότια παραλιακή λωρίδα της Χαναάν – τον 12ο αιώνα π.Χ. – αφού εξεδίωξαν τους Αυίμ που κατοικούσαν στην περιοχή της Γάζας, και είχαν δημιουργήσει ομοσπονδία (Πεντάπολη) η οποία περιελάμβανε τις πόλεις Αζωτος, Ασκάλων, Ακκαρών ή Εκρών, Γάζα και Γαθ.
Από ιστορικής πλευράς οι Φιλισταίοι ήταν δυνατός και μαχητικός λαός. Στον πόλεμο εναντίον του Ισραήλ διέθεταν 3.000 άμαξες (Σαμουήλ Α’ 13.5) και πλήθος στρατιωτών. Ως τον θάνατο του Ιησού του Ναυή διατηρούσαν όλη τη γη τους. Ο Σαούλ κατάφερε να νικήσει τους Φιλισταίους στην Γαβαά. Αργότερα όμως οι Φιλισταίοι σκοτώνουν τον Σαούλ σε μια μονομαχία στην περιοχή κοντά στην πηγή Ιεζραέλ και κατορθώνουν να πάρουν τις πόλεις τους πίσω. Ο Δαβίδ, ο οποίος είχε νικήσει τον Γολιάθ σε μονομαχία, κατεδίωξε τους Φιλισταίους από τη Γαβαά στη Γεζέρ και αργότερα κατέλαβε τη Γαθ και τα περίχωρά της. Ο Σολομών τελικά κατέλαβε τη γη των Φιλισταίων και στη συνέχεια οι Φιλισταίοι υποτάχθηκαν στους Ασσυρίους, στους Αιγυπτίους, στους Βαβυλωνίους, στους Πέρσες και τελικά στους Έλληνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Από την εποχή της κατάκτησής τους από τους Ρωμαίους και μετά έπαψαν να αναφέρονται από τους ιστορικούς, αλλά αν σκεφθούμε την αιγυπτιακή επωνυμία τους Plst (Pelesata) και την παλαιοεβραϊκή Pelistim, είναι οι σημερινοί Παλαιστίνιοι! Από πού είχαν έλθει όμως;
Σύμφωνα πάντα με την Παλαιά Διαθήκη, οι σημίτες γείτονες των Φιλισταίων τούς αποκαλούσαν Καφθωρίμ, επειδή προέρχονταν από τη νήσο Καφθώρ. Σε κείμενο της Βίβλου αναφέρεται η Κρήτη ως Kaftor, αλλά και οι μελετητές της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρουν ότι η νήσος Καφθώρ είναι η Κρήτη. Αντιστοίχως, σε άλλες γλώσσες της Μ. Ανατολής τούς συναντούμε ως Καπτάρα (Kaptara), ενώ οι Αιγύπτιοι αποκαλούσαν την Κρήτη με το παρόμοιο όνομα «Κεφτιού» (Keftiu). Εκφράσεις όπως «η χώρα Κεφτιού», «πλοία της χώρας Κεφτιού» και «έργα της χώρας Κεφτιού» αναφέρονται σε κείμενα που βρέθηκαν σε αιγυπτιακούς τάφους. Η ονομασία Κεφτιού μάλλον προέρχεται από την ονομασία keptor (κέπτωρ) που στα βαβυλωνιακά σημαίνει τοξότης. Η λέξη keptor έχει την ίδια ρίζα με τις λέξεις Κεφτιού και Καφθώρ. Η προσφώνηση Keftiu ίσως δηλώνει τη διαχρονική φήμη των Κρητών ως των καλύτερων τοξευτών, οπότε το όνομα της χώρας τους πιθανόν να δήλωνε τη «χώρα των τοξοτών». Εμμέσως στο κείμενο του Σαμουήλ (Α’ 13.20) υπάρχει επίσης αναφορά στην ειδίκευση των Φιλισταίων στη μεταλλουργία. Αλλά και σε αυτή την περιγραφή της αρματωσιάς του Γολιάθ (17:4-8, 17) βλέπουμε στοιχεία καθαρά μυκηναϊκά (μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για τον 12ο αιώνα π.Χ., όπου οι Μυκηναίοι έχουν επικρατήσει επί δύο αιώνες στην Κρήτη): κράνος από ορείχαλκο (Koba), αλυσιδωτή πανοπλία (siryon), κοπίδα (kidon), ακόντιο με ορειχάλκινη αιχμή (hanit), δακτύλιο και κορδόνι σφεντόνας.
Προσφάτως ανακοινώθηκαν τα ευρήματα των ανασκαφών της τελευταίας δεκαετίας στον Ασκάλωνα (Ashkelon), την παραθαλάσσια πόλη των Φιλισταίων στην περιοχή της Γάζας, νότια του Τελ Αβίβ. Τα ενεπίγραφα κεραμικά με χρώμα κόκκινο που βρέθηκαν ήταν αποτέλεσμα μιας καταστροφής της πόλης κατά τον 16ο αι. π.Χ. Οι ανασκαφές αυτές αποκάλυψαν ότι οι Φιλισταίοι είχαν αναπτύξει αξιόλογη αγγειοπλαστική τέχνη (ασκαλωναία κεράμια) και αξιόλογη αρχιτεκτονική κατασκευών.
Στον Ασκάλωνα οι ανασκαφείς εντόπισαν 19 ενεπίγραφα χρωματισμένα κεραμικά κομμάτια τα οποία αντιπροσωπεύουν ΜΙΑ ΜΟΡΦΗ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ.
Οι ανασκαφείς υποστηρίζουν ότι μερικά από τα ευρήματα είναι δοχεία αποθήκευσης τα οποία έχουν μεταφερθεί πιθανόν από την Κύπρο και την Κρήτη και τα οποία έφθασαν στην αποικία του Ασκάλωνα με τους πρώτους κατοίκους γύρω στο 2000 π.Χ. Οι δε σημάνσεις και χαράγματα που υπάρχουν στα δοχεία αυτά μαρτυρούν ότι χαράχτηκαν αλλού, όχι στον Ασκάλωνα. Από αναλύσεις που έγιναν προκύπτει όμως ότι ένα από τα 19 ενεπίγραφα κεραμικά ευρήματα κατασκευάστηκε από τοπικό άργιλο, γεγονός το οποίο δείχνει ότι οι Φιλισταίοι πιθανόν μετέφεραν την ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΡΑΦΗΣ στη νέα τους αποικία.
Τα ενεπίγραφα ευρήματα παρουσιάστηκαν στο τεύχος του Μαρτίου του 2007 του αρχαιολογικού περιοδικού «The Israel Exploration Journal», από δύο καθηγητές του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, τον Φρανκ Μουρ Κρος και τον Λόρενς Ε. Στέιτζ.
Ο δρ Κρος, ως ειδικός στις γλώσσες και στις διαλέκτους της Μέσης Ανατολής, αναφέρει ότι Η ΓΡΑΦΗ στα ευρήματα είναι αιγαιακής προέλευσης και τη χαρακτήρισε κράμα κυπρο-μινωικής και Γραμμικής Α γραφής. Στη θέση αυτή συμφωνεί και ο επικεφαλής της ανασκαφής αρχαιολόγος δρ Στέιτζ.
Οι δύο αρχαιολόγοι επισημαίνουν ακόμη ότι τα ενεπίγραφα ευρήματα «αποκαλύπτουν για πρώτη φορά ότι οι πρώτοι φιλισταίοι κάτοικοι του Ασκάλωνα ΗΞΕΡΑΝ ΝΑ ΓΡΑΦΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ, σε μη σημιτική γλώσσα, που δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Ίσως να μην ήταν υπερβολικό να πούμε ότι οι επιγραφές είναι γραμμένες σε μια γραφή που η βάση της είναι η κυπρο-μινωική γραφή την οποία χρησιμοποίησαν και αλλοίωσαν οι Φιλισταίοι. Εξετάζοντας τις επιγραφές αυτές, μάλλον ΕΞΕΤΑΖΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ».
Μετά το 1000 π.Χ. οι Φιλισταίοι, κατακτημένοι από τις σημιτικές φυλές και με την πάροδο του χρόνου, αντικατέστησαν το αλφάβητό τους με το εβραϊκό.
Μπανιέρες και αποχετεύσεις 4.000 ετών
«Μια μέρα, ύστερα από μια νεροποντή, είδα με ενδιαφέρον ότι όλες οι υδρορρόες της μινωικής Αγιά-Τριάδας λειτουργούσαν τέλεια και είδα το νερό να τρέχει στους αποχετευτικούς αγωγούς, όπου ένας άνδρας μπορούσε να περπατήσει ορθός. Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλη τέτοια περίπτωση αποχετευτικού δικτύου που λειτουργεί έπειτα από 4.000 χρόνια!». Angelo Mosso (Escursioni nel Mediterraneo e gli scavi di Creta, Treves, Milano, 1907).
Το 1500 π.Χ. το ανακαινισμένο παλάτι της Κνωσού υψωνόταν με τέσσερις ορόφους, που στέγαζαν 1.500 δωμάτια. Αναρίθμητοι διάδρομοι σχημάτιζαν έναν πραγματικό λαβύρινθο, που δικαιολογημένα τροφοδότησε τη φαντασία των υπόλοιπων Ελλήνων με τον μύθο του Μινώταυρου. [Γλωσσολογικά η λέξη «λαβύρινθος» προέρχεται από τη λέξη «λάβυρς», που σημαίνει διπλούς πέλεκυς – το έμβλημα του Μίνωος]. Το πιο ουσιαστικό όμως επίτευγμα των μηχανικών εκείνης της εποχής είναι το πώς διασφάλισαν την υγιεινή συμβίωση τόσων ανθρώπων.
Όπως ανακάλυψαν οι αρχαιολόγοι, οι μινωίτες υδραυλικοί εκμεταλλεύθηκαν την απότομη κλίση του εδάφους για να δημιουργήσουν ένα πλήρες δίκτυο λουτρών και αποχέτευσης. Οι σωληνώσεις αλλού βρίσκονταν ακριβώς κάτω από το δάπεδο των ανακτόρων και αλλού σε βάθος 3,5 μέτρων. Ο κύριος αποχετευτικός αγωγός ήταν φτιαγμένος από μεγάλες πλάκες σε τετράγωνη διατομή, που δένονταν μεταξύ τους με ξύλινους συνδέσμους. Οι επί μέρους αγωγοί ήταν πέτρινοι – ενωμένοι με είδος τσιμέντου – και βρίσκονταν κάτω από τους διαδρόμους. Για την απορροή του νερού της βροχής χρησιμοποίησαν κεραμικούς αυλούς, με τέλειες γωνίες και συνδέσμους.
Ιδιαίτερης φροντίδας είχε τύχει το λουτρό της βασίλισσας. Εκτός από τους νεροχύτες, μια μπανιέρα μήκους 1,5 μέτρου βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου. Ήταν κεραμική, ζωγραφισμένη και διακοσμημένη περίτεχνα. Το χρησιμοποιημένο νερό χυνόταν σε μια τρύπα στο δάπεδο, που συνδεόταν με το αποχετευτικό σύστημα και κατέληγε στο ποτάμι. Πολύ κοντά στο δωμάτιο αυτό βρισκόταν και το… παγκοσμίως πρώτο αποχωρητήριο με «καζανάκι»: Εκτός από τη σχισμή στο δάπεδο που αφόδευε στον αγωγό αποχέτευσης και τον κατάλληλα τοποθετημένο ξύλινο πάγκο για τους επισκέπτες του, υπήρχε ειδικός αγωγός που έριχνε νερό καθαρισμού προερχόμενο από δεξαμενή. Τέτοια «WC» υπήρχαν διάσπαρτα αρκετά στο παλάτι. Ναι… όλα αυτά την εποχή που όλοι οι άλλοι «έτρεχαν στη φύση».
Μ. Τσικριτσής, ερευνητής Αιγαιακών Γραφών
«Οι Φιλισταίοι και ο Αιγαιοκρητικός Πολιτισμός εν Παλαιστίνη»!
Η μνημειώδης ομιλία του αείμνηστου πανεπιστημιακού δάσκαλου Παναγιώτη Μπρατσιώτη, Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία έγινε ως εναρκτήριο μάθημα στην Αίθουσαν Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά την 8ην Φεβρουαρίου 1926 και στην οποία δέχεται την κρητική καταγωγή των Φιλισταίων! Μάλιστα, σε υποσημείωσή του γράφει: «Διαφωτιστική οπωσδήποτε επί του προκειμένου είναι και η παρ’ Ομήρω (Οδύσσεια Τ 177) μαρτυρία καθ’ ην μεταξύ άλλων λαών κατοικούντων την παλαιάν Κρήτην ήσαν και οι Πελασγοί»!…
ΟΙ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ ΚΑΙ Ο ΑΙΓΑΙΟΚΡΗΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ*
ΥΠΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Ι. ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Αρχόμενος των καθηγητικών μου εν τω ανωτάτω εθνικώ ημών πανδιδακτηρίω παραδόσεων, εκφράζω και εντεύθεν, κατ’ έθος τε ακαδημεικόν και κατά καθήκον, την βαθείαν μου ευγνωμοσύνην πρώτιστα μεν πάντων προς τον πατέρα των φώτων και παντός αγαθού δοτήρα, έπειτα δε προς τους εκθρέψαντάς με γονείς και διδασκάλους, προς την περίσεμνον των θεολόγων Σχολήν, την τιμήσασάν με ομοθύμως διά της ψήφου αυτής και προς την σεβ. Κυβέρνησιν, την εγκρίνασαν και κυρώσασαν την εκλογήν μου. Επ’ ίσης αισθάνομαι την υποχρέωσιν, όπως και κατά την επίσημον ταύτην στιγμήν μακαρίσω την μνήμην του προώρως το πανεπιστήμιον απορφανίσαντος σοφού και λίαν προσφιλούς μοι διδασκάλου Εμμανουήλ Ζολώτα, όστις ού μόνον πρώτος εδίδαξε το μάθημα της Βιβλικής Ιστορίας εν τη ημετέρα Σχολή, αλλά και εις εμέ αυτόν, μετά τον σεβ. Μοι καθηγητήν κ. Ν. Παπαγιαννόπουλον, εγένετο ο έτερος των δύο πρώτον άμα και πολυτίμων εις τον λαβύρινθον της βιβλικής επιστήμης χειραγωγών.
Εκ των σπουδαιοτάτων επιτευγμάτων της καθ’ όλου επιστήμης κατά την τελευταίαν ενενηκονταετίαν τυγχάνουσιν αναμφιλέκτως και αι εν τη παμμερεί εξερευνήσει της παλαιάς Εγγύς Ανατολής επιτελεσθείσαι αξιοθαύμαστοι πρόοδοι, αι οφειλόμεναι προς τοις άλλοις και εις το άφθονον φως, όπερ επί της ιστορίας της αρχαιότητος ακαταπαύστως επιχύνεται από των εν ταις χώραις εκείνη αρχαιολογικών ανασκαφών. Των δε προόδων τούτων, ως ήτο εύλογον, δεν παρέμεινεν άγευστος ουδέ η περί την Βίβλον επιστήμη. Και δη υπό το φως, όπερ διά της αρχαιολογικής σκαπάνης προέκυψεν, ου μόνον πλείστα όσα σημεία ιστορικά της Βίλου, της τε παλαιάς και της καινής, διευκρινούνται και κάλλιον κατανοούνται, αλλά και ουκ ολίγα υπ’ εκείνης εκτιθέμενα ή οπωσδήποτε μαρτυρούμενα ιστορικά γεγονότα περιφανή ευρίσκουσιν επιβεβαίωσιν. Ως εύγλωττον επί του προκειμένου παράδειγμα δύναται να χρησιμεύση κάλλιστα η ιστορία των Φιλισταίων, του εκ της μικράς μαθητικής ηλικίας γνωρίμου και ασυμπαθούς ίσως ημίν, αλλ’ εκλεκτού και πολλαχώς σήμερον περισπουδάστου τούτου λαού, περί ου, ως και περί της δι’ αυτού διαδόσεως και καλλιεργίας του αιγαιοκρητικού πολιτισμού εν Παλαιστίνη, έσται ημίν σήμερον ο λόγος.
Περί των Φιλισταίων και του πολιτισμού αυτών πληροφορούσιν ημάς σήμερον, προς τη Π. Διαθήκη, κυρίως μεν τα αιγυπτιακά μνημεία1 και τα εν Παλαιστίνη και Κρήτη αρχαιολογικά ευρήματα, κατά δεύτερον δε λόγον τα ασσυριακά μνημεία, μάλιστα δε τα από των Ασαρχαδδών και Ασσουρβανιπάλ, ο Ιουδαίος ιστοριογράφος Ιώσηπος και ο ημέτερος Ηρόδοτος μετ’ άλλων τινών μεταγενεστέρων συγγραφέων (Στράβωνος, Διοδώρου του Σικελιώτου, Πτολεμαίου, Λουκιανού κ.ά.).
Α’) ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ
Εν τη εβραϊκή Π.Δ. οι Φιλισταίοι λέγονται Pelischtim και σπανιώτερον Pelistijim, όπερ οι Ο’ που μεν μεταγράφουσι Φυλιστιείμ2 (ή Φιλιστιείμ), που δε αποδίδουσι διά του αλλόφυλοι, δι’ ού υποδηλούται η μεταξύ του λαού τούτου και του Ισραήλ ιστορική αντίθεσις, άπαξ δε χαρακτηριστικώς διά του Έλληνες3. Ο δε Ιώσηπος λέγει αυτούς Φυλιστίνους και Παλαιστίνους4. Άλλη δε ουχί ασυνήθης εν τη Π.Δ. ονομασία αυτών είναι το απερίτμητοι5 (arelim), ήτις ιδιότης των Φιλισταίων επανειλημμένως αναδεικνύεται ενταύθα. Η δε χώρα αυτών, ήτις εν τη Π.Δ. εμφανίζεται κατέχουσα την προς την Μεσόγειον νότιον παραλίαν της Παλαιστίνης από Ιόππης προς βορράν μέχρι Γάζης και Ραφίας προς νότον, ελέγετο υπό των Εβραίων είτε Erets Pelischtim1 τ.ε. γη (των) Φιλισταίων (γη αλλοφύλων κατά τους Ο’) είτε Pelescheth, όπερ ο Ιώσηπος αποδίδει διά του ηροδοτείου Παλαιστίνη3. Άξιον δε προσοχής και σημειώσεως είναι ότι το εξηλληνισμένον όνομα τούτο, δι’ ού ωνομάσθη το πρώτον η χώρα των Φιλισταίων, μετεδόθη ήδη υπό του Ηροδότου4, έπειτα δε και υπό των μεταγενεστέρων Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων (Πτολεμαίου, Πλινίου, Κασσίου, Δίωνος κ.λπ.) εις όλην την γην Χαναάν, ήτις και άχρι του νυν φέρει συνήθως το όνομα Παλαιστίνη. Επί δε των ασσυριακών μνημείων η Φιλισταία λέγεται Palastu και Pilistu και Pilista.
Περί του λαού τούτου γινώσκει η Π. Διαθήκη, ότι δεν είναι ούτε σημιτικής καταγωγής ούτε αυτόχθων εν Παλαιστίνη, αλλ’ έπηλυς λαός προελθών εκ του Caphtor5 και καταγόμενος από των Χασλουχείμ ή Χασμωνιείμ (Ο’)6, ή, κατ’ άλλην πιθανωτέραν ανάγνωσιν του σχετικού χωρίου εν τω καταλόγω των λαών της Γενέσεως, από τον Χαφθοριείμ ή Γαφθοριείμ. Η δε βραχυλογία και αοριστία των μαρτυριών τούτων εγένετο αφορμή ποικίλων εκδοχών περί τε της σημασίας των μνημονευθεισών ονομασιών και περί της καταγωγής των Φιλισταίων, και ταύτα μάλιστα προ της νεωτέρας αρχαιολογικής εξερευνήσεως της Εγγύς Ανατολής. Ούτως, ήδη παλαιότατοι ερμηνευταί της Π.Δ., εν οις και οι Ο’ και η Vulgata, εξέλαβον ως Caphtor την μικρασιατικήν Καππαδοκίαν7. Εκ δε των ιστοριοδιφών, παλαιοτέρων τε και νεωτέρων, τινές μεν, ως ο Heeren και νεωστί ο Schwally, εξέλαβον τους Φιλισταίους ως σημιτικής καταγωγής• άλλοι δε, ως ο περίφημος εβραιολόγος Gesenius, τελευταίως δε μόλις και ο καθολικός Schopfer8, σχετίσαντες το θέμα το όνομα Φιλισταίος προς το αιθιοπικόν falasa = μεταναστεύειν και παραχθέντες εκ της υπό των Ο’ συνήθους αποδόσεως της λέξεως διά του αλλόφυλος, εξέλαβον αυτό γενικώς εν τη εννοία του μετανάστης, ως κατ’ αυτούς θ’ απεκάλεσαν τους εις την χώραν αυτών επήλυδας τούτους οι Χαναναίοι ή οι Εβραίοι. Άλλοι δε, ως παλαιότερον ο Hitzig, νεωστί δ’ ο Husing1 και ο έγκριτος Γερμανός αρχαιολόγος βαρώνος v. Lichtenberg2, ταυτίζουσι το Φιλισταίος προς το Πελασγός, ών λέξεων οι πλείστοι των φθόγγων συμφωνούσιν. Άλλοι πάλιν εξέλαβον ως Caphtor την νήσον Κύπρον (Michaelis, Schultess κ.λπ.)• άλλοι τόπον τινά παρά το Δέλτα του Νείλου (Ebers, Halevy κ.λπ.) και άλλοι την Κιλικίαν, εν οις και ο W. Max Muller παλαιότερον, εγκαταλιπών βραδύτερον την γνώμην ταύτην. Άλλοι τέλος, εν οις εκ των παλαιοτέρων ήδη ο Calmet, ο Rosenmuller και ο Hitzig3, προ της επισταμένης εξερευνήσεως των αιγυπτιακών μνημείων και προ της επιχειρήσεως των εν Κρήτη και Παλαιστίνη ανασκαφών και δη επί τη βάσει μόνον ολίγων ενδείξεων των φιλολογικών μνημείων και οιονεί διά της επιστημονικής αυτών διαισθήσεως, ήκασαν ότι το Caphtor ήτο η Κρήτη, άρα δι’ ότι και οι εξ αυτού προερχόμενοι Φιλισταίοι ήσαν κρητικής καταγωγής.
Είναι δε αι λόγω ενδείξεις αι εξής: α’) Παρά τω Ιερεμία (μζ’ 4, κατά δε τους Ο’ κδ’ 4) το Caphtor χαρακτηρίζεται ως νήσος• β’) εν τοις βίβλοις των Βασιλειών γίνεται πολλάκις λόγος περί στρατιωτικής τινος δυνάμεως, υπό τας διαταγάς του Βαναία (Benaja) διατελούσης και αποτελούσης την σωματοφυλακήν του βασιλέως Δαυίδ, ονόματι Hakkerethi και Happelethi, (οι Χερεθθί και Φελεθί κατά τους Ο’), περί ων επ’ ίσης πολλαί εξηνέχθησαν εικασίαι και οίτινες κατά την επικρατούσαν σήμερον εκδοχήν ουδέν άλλο είναι ειμή Κρήτες και Φιλισταίοι, της δευτέρας λέξεως προσαρμοσθείσης προς την πρώτην κατά την παρήχησιν, άρα δε και ενταύθα δεν πρόκειται ή περί δύο συγγενικών φυλών ή, όπερ πιθανώτερον περί ταυτισμού αυτών• γ’) όπερ και το σπουδαιότατον, η εν τη Α’ Βασιλειών, κεφαλαίω λ’ και στίχω 4 χώρα των Χερεθθί λέγεται αμέσως εν τω στίχω 16 γη των Φιλισταίων• δ’) παρ’ Ιεζεκιήλ (κε’ 15,16) και Σοφονία (β’ 5) Φιλισταίοι και Χερεθθεί είναι σχεδόν συνώνυμα• ε’) οι Ο’ μεταφράζουσιν ενιαχού το Χερεθθεί διά του Κρήτες3. Χαρακτηριστικόν δ’ επ’ ίσης είναι, ότι εν Ησαΐου θ’ 12 οι μεταφράσται ούτοι ονομάζουσι τους Φιλισταίους Έλληνας. Εκ πάντων δε τούτων συνήχθη, ότι εν τη συνειδήσει των τε συγγραφέων της Π.Δ. και των Ο’ μεταφραστών, οι Φιλισταίοι ή τουλάχιστον μοιρά τις αυτών, οι Χερεθθί, ήσαν κρητικής προελεύσεως.
Και ιδού έρχονται αι νεώτεραι αρχαιολογικαί και ιστορικαί έρευναι να επιχύσωσιν ικανόν φως επί του ζητήματος τούτου και να δικαιώσωσι πλήρως την τελευταίαν ταύτην εκδοχήν, ήν ασπάζονται σήμερον πάντες σχεδόν οι ερευνηταί της παλαιάς Ανατολής.
Εν πρώτοις, ως προς το Caphtor, όπερ εν τη Π.Δ. εμφανίζεται ως η πατρίς των Φιλισταίων. Νεώτεραι έρευναι επί των αιγυπτιακών μνημείων, ων τα μεν είναι φιλολογικής ούτως ειπείν φύσεως (επιγραφαί διαφόρων Φαραώ, ύμνοι κ.τ.τ.), τα δε καλλιτεχνικής (τοιχογραφίαι τάφων, ναών, γλυπτικά έργα κ.τ.τ.) απεκάλυψαν τα εξής: α’) Εν επιγραφαίς της ΙΗ’ αιγυπτιακής δυναστείας ευρέθη το όνομα τόπου τινός ονόματι Kftiu, Kfto, Kfte, όπερ διά το ομοιόηχον εύλογον ήτο να συγκριθή προς το βιβλικόν Caphtor. Έν τινι ύμνω προς τον Άμμωνα ακούομεν, εξυμνούμενα τα μεγάλα κατορθώματα του Φαραώ Τουτμώσεως Ι’ (περί το 1500 π.Χ.), προς τοις άλλοις πατάξαντος την Δύσιν και εμπνεύσαντος ούτω τρόμον εν τοις τόποις των Keftiu και Asi. Και εν τη χρονογραφική δ’ επιγραφή των τοίχων του εν Karnak ναού γίνεται λόγος περί πλοίων του Cefto, όπερ αυτόθι φαίνεται ως τόπος παράλιος, καθώς και το Caphtor παρ’ Ιερεμία. Προς τούτοις β’) όπερ και το σπουδαιότερον, ευρέθησαν εν τάφοις Αιγυπτίων αξιωματούχων, μάλιστα δε του Reh-mere, του βεζύρου Τουτμώσεως Γ’, καλώς διατηρούμεναι τοιχογραφίαι μετά σχετικών επιγραφών, παριστάσαι απεσταλμένου του Cefto και άλλων τόπων, κομίζοντας δώρα τω Φαραώ, εν οις καλλιτεχνικά αγγεία εκ μετάλλων πολυτίμων, προερχόμενα κατά πάσαν πιθανότητα, ή μάλλον κατά βεβαιότητα, εκ τόπων της ακτίνος του μινωικού πολιτισμού, ού το κέντρον ήτο, ως γνωστόν, η Κρήτη. Τούτο δ’ αποδεικνύεται εκ της συγκρίσεως των αιγυπτιακών τούτων καλλιτεχνημάτων προς τε άλλα και δη προς τα καλλιτεχνικά ευρήματα του Αιγαίου πολιτισμού, μάλιστα δε τα εν Κρήτη ευρεθέντα. Κατά την σύγκρισιν δε ταύτην ου μόνον παρατηρείται, ότι τα χαρακτηριστικά των προσώπων των Keftiu υπομιμνήσκουσι την γνωστήν ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ κατατομήν (profil), αλλά και διαπιστούται καταπλήσσουσα ομοιότης κατά τε το αγένειον του προσώπου, κατά τε την κόμην, την τε ενδυμασίαν των προσώπων (μακρόν διάζωμα των ισχίων τεχνικόν επί γυμνού σώματος) και κατά τα υπ’ αυτών βασταζόμενα αγγεία. Ταύτα δ’ εν συνδυασμώ και προς τας μνημονευθείσας ενδείξεις της Π.Δ. είναι, νομίζομεν, ικανά όπως στηρίξωσι την εκδοχήν την ταυτίζουσαν το Kefto προς το Caphtor και προς την Κρήτην1. Και η μεν μεταξύ των φωνηέντων e και a διαφορά απεδείχθη ασήμαντος, ευρεθείσης έν τινι ιατρικώ παπύρω του Λονδίνου της λέξεως Ka-f-tiu αντί Kefto. Ουχί δε μάλλον σπουδαία είναι η από του Kefto απουσία του εν τω Caphtor υπάρχοντος τελικού r, όπερ κατά τον δόκιμον αιγυπτιολόγον Spiegelberg υπάρχον εν τω πρωτογόνω τύπω εξηλείφθη έπειτα, των Αιγυπτίων φιλούντων να μετατρέπωσι το τελικόν r εις y. Άλλως δε εν πολύ μεταγενεστέρω αιγυπτιακώ μνημείω απαντά το όνομα Kptar.
Αλλά συγκριτική μελέτη των αιγυπτιακών μνημείων και των εν Κρήτη και Παλαιστίνη αρχαιολογικών καλλιτεχνικών ευρημάτων διαφωτίζει ημάς πληρέστερον περί τε της εκ του Αιγαίου και δη και της κρητικής καταγωγής των Φιλισταίων, περί τε του τρόπου και του χρόνου της εν Παλαιστίνη εγκαταστάσεως αυτών. Εκ των αιγυπτιακών δηλ. μνημείων και εξ άλλων ιστορικών τεκμηρίων πληροφορούμεθα, ότι το από της ΙΔ’ – ΙΒ’ εκατονταετηρίδος διάστημα υπήρξε περίοδος σφοδράς εν τη ανατολική Μεσογείω ανησυχίας, προκαλουμένης εκ ζωηροτάτης κινήσεως μικρών φυλών, ων αι πλείσται φέρουσιν ονόματα υπομιμνήσκοντα ημάς ονομασίας τόπων και λαών της Μ. Ασίας1. Αι δε φυλαί αύται, αίτινες πολλά πράγματα παρέσχον τω αιγυπτιακώ κράτει αποκαλούνται επί των αιγυπτιακών μνημείων ουχί πλέον Keftiu αλλά «λαοί της θαλάσσης» και «βόρειοι», ως εκ της προελεύσεως αυτών. Ήδη επί του φαραώ Ραμεσή Β’ (1242-1226) συγκαταλέγονται εν τοις πολεμίοις αυτού, ως «σύμμαχοι των Χετταίων», εν τη μάχη της παρά τον Ορόνταν Qades μισθοφόροι εκ μερών της Μεσογείου, ονομαζόμενοι Lukki ή Lukka (Λύκιοι), Dardeny (Δάρδανοι), Musa (πιθανώς Μυσοί) και Yewanna (Ίωνες). Αι φυλαί δε αύται ομού μετά των Akaiwascha (οίτινες είναι πιθανώτατα οι ΑχαιFοί) παρέχουσιν ολίγον βραδύτερον πράγματα εις τον φαραώ Mernephtah (1225-1215). Και ιδού μετ’ ολίγον, κατά το 8ον έτος της βασιλείας Ραμεσή Γ’ (περί το 1198-1167), συγχρόνου περίπου τω Ιησού τω Ναυή, σημειούται η φοβερωτάτη επιδρομή πολυαρίθμων τοιούτων φυλών, μεταξύ των οποίων διακρίνονται οι Dano ή Danona (πιθανώτατα Δαναοί), οι Vaschascha και μάλιστα οι Zakkara ή Zakkari ή Zakkala ή Takkara (πιθανώτατοι οι τευκροί της ελλην. παραδόσεως), και οι Purasata ή Purasti ή κατ’ άλλην ανάγνωσιν Pulasata ή Pulasti, των Αιγυπτίων αντί του ξένου αυτοίς φθόγγου l μεταχειριζόμενων το r. Η τελευταία δ’ αύτη φυλή, ήτις, ως μνημονευομένη πάντοτε πρώτη, φαίνεται ότι ήτο και η πρωταγωνιστούσα εν τη περί ής ο λόγος κινήσει κατά την, διά της ερεύνης του W. Max Muller, ορθήν αποδειχθείσαν παρατήρησιν του πολλού αιγυπτιολόγου Champollion (+1832), ουδέν άλλο είναι, ειμή οι ημέτεροι Φιλισταίοι. Αι μνημονευθείσαι δε φυλαί, μικρασιατικής και δη και πιθανώς Καρίας κατά το πλείστον καταγωγής3, πιεζόμεναι ίσως εν Μ. Ασία, ένθα μετά των Zakkari είχον και οι Pulasata εκ Κρήτης ου προ πολλού καταφύγει, εισώρμησαν νυν εις την χώραν των Χετταίων και εκείθεν προελαύνοντες εισέβαλον εις την Συρίαν και εξεχύθησαν προς την Παλαιστίνην, διά της παραλίας της οποίας έφθασαν μέχρι των ορίων της Αιγύπτου προς αναζήτησιν κρείσσονος τύχης, συμφώνως προς το περιπλανητικόν πνεύμα της αρίας φυλής. Τω όντι δε περί αναζητήσεως κρείσσονος τύχης προύκειτο, ως τεκμαιρόμεθα εκ του γεγονότος, ότι οι επιδρομείς συνωδεύοντο υπό γυναικών και τέκνων και υπό των υπαρχόντων αυτών, μεταφερομένων επί διτρόχων οχημάτων υπό βοών συρομένων, και ουχί περί επιχειρήσεων πειρατικών, καθώς ήκασάν τινες παραχθέντες υπό της φρασιολογίας των αιγυπτιακών επιγραφών1. Κατά τον αυτόν δε που χρόνον, όστις συμπίπτει περίπου προς τον χρόνον του τρωικού πολέμου, κατά την παραδεδομένην χρονολογίαν (1194-1184), και παραλλήλως προς την χερσαίαν ταύτην εκστρατείαν, κραταιός στόλος των «βορείων» τούτων, ως λέγονται εν ταις αιγυπτιακαίς επιγραφαίς, υπερβάς την Κύπρον, κατηυθύνετο προς την πλουσίαν της Αιγύπτου λείαν και εισελθών εις τα στόμια του Νείλου, ελυμαίνετο την περιοχήν του Δέλτα. Το αιγυπτιακόν κράτος από της επιδρομής των Ύξως δεν είχε διατρέξει φοβερώτερον κίνδυνον. Αλλά Ραμεσής ο Γ’ έσωσεν αυτό΄, αντεπεξελθών και αποκρούσας τους επιδρομείς κατά γην τε και θάλασσαν διά κραταιών επιχειρήσεων, ας απηθανάτισεν έπειτα το μεν δι’ επιγραφικών περιγραφών των γεγονότων επί των τοίχων του εις ανάμνησιν της νίκης εκείνης ιδρυθέντος υπ’ αυτού εν Medinet Habu ναού, το δε διά καλλιτεχνικής ενταύθα τε και αλλαχού αναπαραστάσεως της τε εισβολής των επιδρομέων και της κατ’ αυτών ναυμαχίας, του παλαιοτάτου τοιούτου είδους γεγονότος εν τη παγκοσμίω ιστορία, ού σώζεται ζωγραφική μαρτυρία. Ακριβώς δ’ ειπείν, η καλλιτεχνική αύτη αναπαράστασις των γεγονότων εκείνων έρχεται εις ενίσχυσιν σοβαράν της περί αιγαίας και δη και κρητικής καταγωγής των Φιλισταίων εκδοχής. Διότι αι εν τοις αιγυπτιακοίς τούτοις καλλιτεχνήμασιν εικόνες των Φιλισταίων εμφανίζουσιν έντονον και πολλαπλήν ομοιότητα κατά τε το πρόσωπον, την τε ενδυμασίαν και την κόμην, προς τε τας μνημονευθείσας εικόνας των Keftiu και προς τα εν τοις κρητικοίς ευρήμασι του Arthur Evans και μάλιστα εν τω περιφήμω κατά το έτος 1907 ανευρεθέντι και ακατανόητον εισέτι ιερογλυφικήν γραφήν φέροντι δίσκω της Φαιστού. Το άνευ γενείου πρόσωπον, το περίζωμα των ισχύων, το επίμηκες των ιδιοτρόπων πλοίων μεθ’ υψηλών πηδαλίων και πρό παντός το πανομοιότυπον πτερωτόν εν είδει περικεφαλαίας κάλυμμα της κεφαλής είναι τα κοινά γνωρίσματα των επί του δίσκου τούτου και επί των τοίχων του Medinet Habu εικονιζομένων1. Σύγκρισις δε των αιγυπτιακής ούτως ειπείν εκδόσεως εικόνων των Φιλισταίων προς εικόνας μυκηναϊκών καλλιτεχνημάτων αποδεικνύει, ότι και το είδος του υπό των Pulasata φορουμένου θώρακος και η μικρά στρογγύλη ασπίς αυτών είναι των συγχρόνων τη επιδρομή εκείνη μεταγενεστέρων Αιγαίων συνήθεια2.
Ουχί λοιπόν Σημίται, αλλά Αιγαίοι και δη Κρήτες, τουλάχιστον μοίρά τις αυτών, οι λεγόμενοι Χερεθθί, ήσαν την καταγωγήν οι Φιλισταίοι, πιθανώς δε και οι Zakkari, οίτινες πιεζόμενοι, κατά την πιθανήν του v. Lichtenberg εικασίαν, υπό της δωρικής εις την πατρίδα αυτών εισβολής, κατέφυγον εις την οπωσδήποτε οικείαν αυτοίς νοτιοδυτικήν Μ. Ασίαν, ένθα πάλιν μη ευρόντες ησυχίαν, συμμαχήσαντες δε και μετ’ άλλων φυλών συγγενικών, καρικής ίσως καταγωγής, επεχείρησαν τας μνημονευθείσας επιδρομάς. Των επιδρομών δε τούτων αποτέλεσμα προς τοις άλλοις ήτο και η έκτοτε, και δη είτε μικρόν μετά είτε μικρόν προ των μετά Ραμεσή του Γ’ συμπλοκών, παρά την ακτήν της Παλαιστίνης μόνιμος εγκατάστασις των τε Zakkari και των Pulasata, ήν δεν επέτυχε ν’ αποσοβήση ο των μερών εκείνων κυρίαρχος τότε μνημονευθείς Φαραώ και πολύ ολιγώτερον οι ανίσχυροι διάδοχοι αυτού. Και τους μεν Zakkari ευρίσκομεν ήδη περί 1100 π.Χ. εγκατεστημένους και ικανώς εν τω πολιτισμώ προηγμένους εν τη πόλει Dor (ελληνιστί Δώρα) προς νότον του Καρμήλου, υπό ηγεμόνα τινα Bidir ονόματι, ως πληροφοροφούμεθα από του παπύρου Golenisc eff4, τους δε Φιλισταίους νοτιώτερον εν τη παρά την Μεσόγειον ευφόρω πεδιάδι Schefela, ένθα άλλοτε κατά την Π. Διαθ. Κατώκουν οι Ευαίοι5. Ούτω δε, άπαξ έτι η Παλαιστίνη αποβαίνει ό,τι πολλάκις υπήρξεν εν τη ιστορία τ.έ. τόπος συναντήσεως Δύσεως και Ανατολής.
Και υπήρξε μεν η προκειμένη εν Παλαιστίνη εγκατάστασις των Φιλισταίων εκείνη, αφ’ ης άρχεται ο πολιτικός και ο ιστορικός καθ’ όλου εκείνων, ως λαού πλέον, βίος, ούτως όμως δεν αποκλείεται το παράπαν και παλαιότερα εν τη χώρα ταύτη εγκατάστασις μικράς μοίρας των Φιλισταίων ή άλλης στενώς συγγενικής αυτοίς πολεμοχαρούς φυλής, ήν προϋποθέτουσι και τινες πληροφορίαι της Π. Διαθήκης, καθιστώσι δε πιθανήν το μεν η διά των εν Παλαιστίνη νεωτάτων ανασκαφών διαπιστουμένη πρωϊμωτάτη (ήδη από των αρχών της β’ χιλιετηρίδος) πυκνή προς την χώραν ταύτην επικοινωνία αντιπροσώπων του αιγαίου πολιτισμού, το δε το γεγονός, ότι εκ τοσούτων άλλων επιδραμουσών τότε αιγαϊκής προελεύσεως φυλών μόνον ο των Φιλισταίων λαός μετά των συγγενών αυτοίς Zakkari προτιμά την Παλαιστίνην και ολόκληρος εγκαθίσταται εν αυτή, ελκόμενος πιθανώς υπό των συγγενικών προς την παλαιοτέραν εκείνην μοίραν δεσμών.
Οπωσδήποτε δεν πρόκειται περί μεγάλου ποσοτικώς λαού, αλλά περί λαού σπουδαίου ποιοτικώς, γενναίου, εμπειροπολέμου και δη και φορέως πολιτισμού υψηλού, ον εφ’ ικανόν χρόνον ου μόνον διετήρησεν, αλλά και φιλοτίμως προήγαγε, καίπερ πρωίμως την γλώσσαν εν μέρει δε και την θρησκείαν εκχαναανισθείς και επί πλείστον εν πολεμικαίς περιπετείαις εμπεπλεγμένος. Και ο λαός ούτος, ΛΑΟΣ ΤΟΙΟΥΤΩΝ ΠΡΟΣΟΝΤΩΝ, καίπερ ολιγαριθμότερος των Ισραηλιτών, θέσας στερεόν τον πόδα επί της κληρονομίας εκείνων έμελλε να παρεμβάλη την κραταιοτάτην αντίδρασιν εις την εν τη γη της επαγγελίας εγκατάστασιν αυτών και να διαδραματίση σπουδαιότατον εν τη ιστορία αυτών μέρος.-
ΤΕΛΙΚΩΣ: οι Φιλισταίοι ήταν Έλληνες, πιο Έλληνες από μάς σήμερα.
Μιλούσαν ελληνικά, έγραφαν ελληνικά (το 1.200 π.Χ. !), σε συλλαβική γραφή, ίδια με την συλλαβική γραφή Α και Β της Κρήτης και της Πύλου, έκτισαν όμορφες πόλεις στην Παλαιστίνη, με ωραίους δρόμους, όμορφα οικοδομήματα και ναούς, καλλιεργούσαν σιτηρά, λαχανικά, αμπέλια και ζούσαν μία πολιτισμένη ελληνική ζωή, πριν τους τα αρπάξουν με δόλο οι εισβολείς από την Αίγυπτο.
Διαβάζοντας τον στίχο 17,4 – 17,7, από το βιβλίο των εβραίων «Βασιλειών Α’» που περιγράφει την αρματωσιά του Γολιάθ (ΚΑΛΕΑΔΗΣ), νομίζει κανείς ότι διαβάζει ΙΛΙΑΔΑ.
« Καὶ ἐξῆλθεν ἀνὴρ δυνατὸς ἐκ τῆς παρατάξεως τῶν ἀλλοφύλων Γολιὰθ ὄνομα αὐτῶν ἐκ Γέθ, ὕψος αὐτοῦ τεσσάρων πήχεων καὶ σπιθαμῆς·
καὶ περικεφαλαία ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ θώρακα ἁλυσιδωτὸν αὐτὸς ἐνδεδυκώς, καὶ ὁ σταθμὸς τοῦ θώρακος αὐτοῦ πέντε χιλιάδες σίκλων χαλκοῦ καὶ σιδήρου·
καὶ κνημῖδες χαλκαῖ ἐπὶ τῶν σκελῶν αὐτοῦ, καὶ ἀσπὶς χαλκῆ ἀνὰ μέσον τῶν ὤμων αὐτοῦ·
καὶ ὁ κοντὸς τοῦ δόρατος αὐτοῦ ὡσεὶ μέσακλον ὑφαινόντων, καὶ ἡ λόγχη αὐτοῦ ἑξακοσίων σίκλων σιδήρου· καὶ ὁ αἴρων τὰ ὅπλα αὐτοῦ προεπορεύετο αὐτοῦ».
Αυτοί ήταν οι Φιλισταίοι που ζούσαν ειρηνικά στην χώρα τους, στην γη των Φιλιστιείμ = παλαιστιείμ = Παλαιστίνη.
Τώρα πώς μάθαμε από το σχολείο να μισούμε αυτόν τον λαό, έχει να κάνει με την γνωστή ιστορία.
Ο λαός αυτός το μόνο λάθος που έκανε ήταν να υπερασπισθεί την γη του, τα χωράφια του και το βιός του, από τον εισβολέα και άρπαγα «περιούσιο λαό του Θεού».-
Π.Ζ
ΠΗΓΗ
Το διαβάσαμε από το: ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΕΒΡΑΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ. «OI ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ, ΣΕ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ AΝΑΣΚΑΦΕΣ, ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΙΓΑΙΑΚΗ – ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ» http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2015/03/oi.html#ixzz3Ue4wTNHf
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου